Αρχές Αυγούστου 2013 μια φίλη, να ‘ναι καλά, πρότεινε την ταινία του Σμαραγδή «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι». Έκανε μεγάλη εντύπωση και κίνησε την περιέργεια, η περίπτωση Βαρβάκη. Ακολούθησε έρευνα στο Διαδίκτυο. Σε κριτική της ταινίας, στο Πρώτο Θέμα (11/10/2012 - «Ηωάνις Βαρβάκις: ο “πειρατής με το χαβιάρι”»), ο Βασίλης Τσακίρογλου γράφει: «Ένα από τα ελάχιστα αληθινά στοιχεία στον μύθο που έπλασε ο Γιάννης Σμαραγδής γύρω από τον Ιωάννη Βαρβάκη είναι η υποτυπώδης μόρφωσή του ...» (http://www.protothema.gr). Ο Σμαραγδής είχε την αξιέπαινη έμπνευση να εστιάσει στη ζωή του μεγάλου εθνικού ευεργέτη, Ιωάννη Βαρβάκη. Τον ευχαριστούμε που μας έδωσε την ευκαιρία, που έγινε η αφορμή, να γνωρίσουμε τον εκπληκτικό αυτόν άνθρωπο. Ο Σμαραγδής επέλεξε να παρουσιάσει τον Βαρβάκη ως «Ζορμπά», ίσως για να δείξει τον πληθωρικό ερωτισμό αυτού του εμπνευσμένου και δυναμικού ανθρώπου, ίσως για να τραβήξει την προσοχή και να αυξήσει τις πιθανότητες να αγαπηθεί ο ήρωάς του από μια κοινωνία που εδώ και χρόνια έχει επιλέξει να αξιολογεί και να εκτιμά το στυλ του «Ζορμπά». Όμως η σημαντικότερη προσφορά του Βαρβάκη δεν ήταν τα χρήματα που σκορπούσε αφειδώς. Η μεγαλύτερη προσφορά του προς ολόκληρη την ανθρωπότητα ήταν ... αυτό που ήταν! Ο τρόπος ζωής του, ο ρυθμός, το στυλ, το φιλότιμό του. Και ο τρόπος του Βαρβάκη δεν ήταν η εξαίρεση του κανόνα, ήταν ο κανόνος, ήταν η κοινή παράδοση της οικουμενικής ελληνικής αστικής τάξης των αρχών του 19ου αιώνα. Ο Ελληνισμός, από την αρχαιότητα μέχρι πριν δύο αιώνες είχε δημιουργήσει και παρέδιδε από γενιά σε γενιά τον τρόπο που ξέρει και μπορεί να μετατρέπει τις πέτρες σε φως, το φίδι από πίθηκο σε αετό, τον μίζερο εγωκεντρικό εαυτούλη, σε πλούσιο ευεργέτη της ανθρωπότητας, του κόσμου όλου. Ήξερε και μπορούσε να καλλιεργεί τη δημιουργικότητα, την καινοτομία, το ΠΑΙΔΙ που ξέρει και μπορεί μέχρι τα βαθειά του γεράματα, να συντηρεί την έμπνευση, τη ζωντάνια, την αγάπη για τη ζωή, το ΦΙΛΟΤΙΜΟ, το πνεύμα, τη ροή. Ο Ελληνισμός ήξερε να δημιουργεί άρχοντες που έμπαιναν στο στίβο της ζωής, συχνά ξεκινώντας από το μηδέν ή και υπό το μηδέν -από άποψη οικονομική- έπαιζαν, κέρδιζαν, γίνονταν πάμπλουτοι και μετά ... συνέχιζαν να παίζουν, «αεί Παίδες», παιδιά, φορείς μιας παιδικότητας με κόπους και υδρώτες ξανακερδισμένης, άρχοντες, με την αρχοντική αγάπη προς τον πλησίον, προς τον τυχαίο συνάνθρωπο, τον όποιο διπλανό ... συνέχιζαν να παίζουν και να εμπαίζουνε τον Μαμωνά, τη λατρεία του πλούτου και της ευμάρειας, σκορπώντας αφειδώς τους κόπους, τους καρπούς του υδρώτα τους, για το καλό του διπλανού, του πατριώτη, του κόσμου όλου. Αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα μιας ιδεαλιστικής ηθικολογίας που προκρίνει το καθήκον έναντι της ατομικής ευδαιμονίας αλλά καρπός του ΦΙΛΟΤΙΜΟΥ, φυσιολογικό υποπροϊόν της αυξημένης ενσυναίσθησης προς τον διπλανό, του βιώματος της πανανθρώπινης ενότητας που φτάνει να νιώθει τον κάθε τυχαίο διπλανό κομμάτι του εαυτού. Τότε η προσφορά δεν είναι προσφορά αλλά ανάγκη. Η προσφορά τροφής και θαλπωρής στο σώμα μου δεν είναι προσφορά, αλλά φυσική ανάγκη, υπαγορεύεται από το ένστικτο της αυτοσυντήρισης, δεν έχει ως αιτία την τήρηση ηθικών κανόνων και επιταγών, αλλά είναι αυθόρμητη, αντανακλαστική κίνηση του εαυτού. Έτσι κι όποιος διαθέτει ΦΙΛΟΤΙΜΟ δρα αυθόρμητα υπέρ του πλησίον, άνευ όρων και ορίων. Βιώνει μια κατάσταση που η προσφορά δεν είναι προσφορά αλλά ατομική ανάγκη, μια δραστηριότητα που ανατροφοδοτείται από την ίδια την ενασχόληση με κάτι που προκαλεί έμπνευση. Και σήμερα πολλοί πλούσιοι προσφέρουν, γίνονται σπόνσορες, αλλά είναι εντελώς διαφορετικό το πλαίσιο που δημιουργεί τον σπόνσορα. Στην περίπτωση του σπόνσορα είναι εμφανής και αναγνωρίσιμος και συχνά απωθητικός ο αυτονόητα συνακόλουθος εγωισμός. Συχνά χωρίς προσχήματα, απροκάλυπτα το κίνητρο είναι η ατομική προβολή του σπόνσορα. Στην περίπτωση όμως που κίνητρο είναι το ΦΙΛΟΤΙΜΟ του δωρητή ο εαυτός του σχεδόν εξαφανίζεται σε βαθμό που ο Βαρβάκης, για παράδειγμα, παρόλη τη ψυχρολουσία που δέχτηκε στο Ναύπλιο, λίγο αργότερα, δύο μέρες πριν πεθάνει, φρόντισε να εξασφαλίσει ότι τα χρήματα που ήθελε να προσφέρει θα φτάσουν στα χέρια αυτών που τόσο τον είχαν στενοχωρήσει, με τις άστοχες, σχεδόν προδοτικές επιλογές τους. Όταν η προσφορά γίνεται από ΦΙΛΟΤΙΜΟ δεν περιμένει κάποια ανταπόδοση, κάποια πληρωμή γιατί η πληρωμή εμπεριέχεται στην ίδια τη δράση, σε αυτή την περίπτωση ανατροφοδοτείται κανείς από την ίδια τη δραστηριότητα. Όταν ένα παιδί παίζει π.χ. ποδόσφαιρο, κουράζεται, ιδρώνει αλλά χαίρεται από το ίδιο το παιχνίδι, από την ίδια την διαδικασία του παιχνιδιού, είναι δοσμένο και αφοσιωμένο στο παιχνίδι και ανατροφοδοτείται από την ίδια την δραστηριότητα, από την ενασχόληση με το παιχνίδι. Παίζει κι ο χρόνος σταματάει κι ενώ μπορεί σωματικά να κουράζεται ή και να τραυματίζεται και να πονά νιώθει «γεμάτες τις μπαταρίες του». Ο Βαρβάκης, ζωντανό μέλος εκείνου του Ελληνισμού αξίζει να τον τιμάμε και να τον θυμώμαστε, όχι γιατί αυτός έχει ανάγκη τώρα πια την τιμή μας αλλά επειδή εμείς τον χρειαζόμαστε. Χρειαζόμαστε το ζωντανό του παράδειγμα για να θυμώμαστε, για να μαθαίνουμε, ότι αυτό που γεμίζει τον άνθρωπο, αυτό που τον κάμνει να νοιώθει ότι ζει μια ζωή γεμάτη νόημα είναι το ΦΙΛΟΤΙΜΟ, η χαρά της προσφοράς, η απόλαυση, η πληρότητα, της έμπνευσης, της δημιουργικότητας, της ΡΟΗΣ, η αγάπη.
Στις 11 Οκτωβρίου 2012 βγήκε στις αίθουσες η ταινία του Γιάννη Σμαραγδή: «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» (πρωτότυπος τίτλος: God Loves Caviar). Μέσα στο πρώτο (και πάντοτε κρίσιμο) τετραήμερο προβολών ο αριθμός των εισιτηρίων που κόπηκαν έφτασε τα 85.000 πανελλαδικά. Η αθρόα προσέλευση θεατών σε καιρούς κρίσης και ενίοτε τα χειροκροτήματα του κοινού στο τέλος της παράστασης καταδεικνύουν, μεταξύ άλλων, την ανάγκη ενός λαού για παραμυθία αλλά και πρότυπα να ταυτιστεί. Η ταινία ξεκινά στην Αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο του 1825. Μια βάρκα μεταφέρει φρουρούμενο τον, γερασμένο πια, ήρωα στο τοπικό λοιμοκαθαρτήριο. Εκεί ο Άγγλος αξιωματούχος του νησιού (John Cleese) παραλαμβάνει τον κρατούμενο, ακούγοντας συγχρόνως την ιστορία του δια στόματος Λεφεντάριου, ενός προσώπου αινιγματικού και αμφιλεγόμενου, που αλλάζει «στρατόπεδα» ακολουθώντας τους καιρούς. Συγχρόνως, μια παρέα παιδιών που παρακολουθούν την άφιξη του νεοφερμένου στο νησί, μαθαίνουν την ιστορία του Βαρβάκη από τον Ιβάν, τον πιστό του υπηρέτη. Μεταφερόμαστε έτσι στην εποχή όπου ο Βαρβάκης δρούσε στο Αιγαίο ως πειρατής. Τότε ο Λεφεντάριος, ως διαμεσολαβητής των Ρώσων, τον πείθει να τους συμμετάσχει στο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο και ο Βαρβάκης πυρπολεί τον τουρκικό στόλο στο λιμάνι του Τσεσμέ. Τα ανδραγαθήματά του θα τον οδηγήσουν στις τουρκικές φυλακές, από όπου όμως τελικά θα απελευθερωθεί με την προσωπική μεσολάβηση του Λεφεντάριου. Ο Βαρβάκης αποφασίζει να πάει περπατώντας μέχρι την Αγία Πετρούπολη, την πρωτεύουσα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Εκεί θα ζητήσει ακρόαση από την αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄, την εύνοια της οποίας θα κερδίσει, μαζί με την άδεια αλιείας στην Κασπία Θάλασσα και θα εγκατασταθεί στο Άστραχαν στις εκβολές του Βόλγα. Σταδιακά, στο διάβα του θα βρεθούν καινούργια πρόσωπα: ο Ιβάν, ο αφοσιωμένος «δούλος» του, που θα τον ακολουθεί ως το τέλος, η «ξεχασμένη» κόρη του Μαρία που, ενήλικη πια, έρχεται από την Ελλάδα διεκδικώντας μερίδιο στη ζωή του και ο δάσκαλος Κίμων. Μια τυχαία; συνάντηση με έναν ψαρά-απεσταλμένο του Θεού θα σταθεί αφορμή να ανακαλύψει το χαβιάρι. Εφευρίσκει τρόπο να μεταφέρει το χαβιάρι σε μεγάλες αποστάσεις δίχως να υφίσταται αλλοιώσεις, του παραχωρεί η Τσαρίνα το αποκλειστικό δικαίωμα εμπορίας του και αυτό εκτινάσσει την επιχειρηματική του δράση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τελικά ο Βαρβάκης επιστρέφει στην Ελλάδα, αφήνοντας στην κόρη του ένα μερίδιο από τις επιχειρήσεις του. Επισκέπτεται στη Μονεμβασία τους επιζώντες συμπατριώτες του από τα Ψαρά, που μόλις έχουν καεί από τους Τούρκους και προσπαθεί να ανακουφίσει. Συναντιέται επίσης με τον Κολοκοτρώνη. Η προσωρινή ελληνική κυβέρνηση, αφού πρώτα τον τιμήσει για την προσφορά του στο έθνος, τον στέλνει στο λοιμοκαθαρτήριο της Ζακύνθου με πρόσχημα ότι πάσχει από λοιμώδη νόσο. Πρόσωπο κλειδί στις εξελίξεις, ο Λεφεντάριος, που τώρα έχει προσχωρήσει στο αγγλικό «στρατόπεδο». Όταν ο Άγγλος αξιωματικός ρωτά τον Λεφεντάριο, «Γιατί είναι τόσο επικίνδυνος αυτός ο γέρος άνθρωπος;» ο Λεφεντάριος απαντά: «Επειδή τολμά να ονειρεύεται». Η παρέα των παιδιών, γνωρίζοντας πλέον μέσω του Ιβάν τον βίο και τα έργα του ήρωα, θα βοηθήσουν να τον Ιβάν να τον ελευθερώσει τη νύχτα. Ο Βαρβάκης επιβιβάζεται σε μια βάρκα πεθαίνει γευόμενος λίγο χαβιάρι και αγναντεύοντας τη θάλασσα. «Πώς νοιώθεις;» τον ρωτά ο Ιβάν και απαντά, «Ελεύθερος».
Για εκπαιδευτικούς σκοπούς αφαιρέσαμε από την ταινία τα τμήματα που δεν ανταποκρίνονται προς όσα αναφέρονται στη βιογραφία του Ιωάννη Βαρβάκη (διάρκεια 56'):
Τα τμήματα της ταινίας που αφαιρέθηκαν (διάρκεια 38'):
Δεν είμαστε οι καταλληλότεροι να κρίνουμε την ταινία ως έργο της έβδομης τέχνης, θα προσπαθήσουμε όμως να επισημάνουμε κάποιες ιστορικές της ανακρίβειες.
Υπάρχουν διάφορα περιστατικά στη βιογραφία του Βαρβάκη που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν κινηματογραφικά:
Τέλος, μια γλαφυρή περιγραφή του Βαρβάκη υπάρχει δημοσιευμένη στον Λόγιο Ερμή:
«Ο Βαρβάκης ζει με ταπεινή απλότητα και δεν υπερηφανεύεται για τον πλούτο του, αλλά ανοίγει τις αποθήκες και τη καρδιά του με έργα φιλανθρωπίας και συχνά αναζητεί ο ίδιος όσους έχουν ανάγκη, δεν περιμένει να έρθουν σ’ αυτόν. Αυτόπτες μάρτυρες αναφέρουν ότι ο κ. Βαρβάκης σε κάθε εκκλησιαστική γιορτή πηγαίνει μόνος, χωρίς συνοδεία, στα σπίτια των φτωχών, στα νοσοκομεία, στις φυλακές και δίνει τα δώρα της ευσπλαχνίας του. Για τον προσωπικό χαρακτήρα του κ. Βαρβάκη, όλοι όσοι τον γνωρίζουν τον περιγράφουν ως εικόνα του Χριστιανού. Σ’ αυτόν βρίσκονται ενωμένα όλα τα προτερήματα που καθιστούν τον άνθρωπο σεβαστό και αξιέραστο. Είναι δίκαιος, πιστός στο λόγο του, γενναίος, σταθερός στους σκοπούς του, φιλάνθρωπος, θεοσεβής χωρίς δεισιδαιμονίες, ανοιχτοχέρης χωρίς άσκοπες δαπάνες, οικονόμος χωρίς φιλαργυρία· συμπαθής προς τις ατυχίες των διπλανών του, σταθερός στη φιλία, πατέρας γι’ αυτούς που έχει στη δούλεψή του. Όλοι τον σέβονται αλλά αυτός καταφρονεί τις κοσμικές δόξες και τη φήμη». |>>>|
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας «Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι» Γιάννης Σμαραγδής, το 2009, γύρισε ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή και τη δράση του εθνικού ευεργέτη ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΡΒΑΚΗ ακολουθώντας τα βήματά του στην Ελλάδα και τη Ρωσία. Εκείνο το ντοκιμαντέρ ήταν η βάση για την ταινία του «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι». Τίτλος του ντοκιμαντέρ, «Στα Ίχνη του Ιωάννη Βαρβάκη». Το ντοκιμαντέρ αυτό προβλήθηκε από την ΕΡΤ σε 2 μέρη, και υπάρχει στο ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ: Και στο Youtube:
Στο Α μέρος περιγράφεται η δράση του κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου και των Ορλωφικών (1770-1774), η φυλάκισή του στην Κωνσταντινούπολη και η απόδραση προς τη Ρωσία το 1775. Επίσης, η σχέση του με την αυτοκρατορική αυλή της Ρωσίας, η εγκατάστασή του στο Αστραχάν της Κασπίας Θάλασσας, η συμβολή του στην ανάπτυξη της περιοχής, καθώς και η πρωτοπόρα ενασχόλησή του με την παραγωγή και διακίνηση χαβιαριού. Ο φακός της εκπομπής περιηγείται επίσης στους δρόμους του Αστραχάν ενώ ο καθηγητής και ιστορικός ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΜΑΡΚΟΦ μας ξεναγεί στην πόλη στα ίχνη του ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΡΒΑΚΗ. Στο Β μέρος, ο φακός μας ξεναγεί στην πόλη του Ταγκανρόγκ της Μαύρης Θάλασσας όπου εγκαθίσταται ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΑΚΗΣ το 1813, με αναφορές στην πληθώρα των κοινωφελών του έργων εκκλησιαστικής και εκπαιδευτικής υποδομής. Συναντά απόγονο του ΒΑΡΒΑΚΗ που ζει στη Ρωσία και φωτίζει πλευρές του προσωπικού και οικογενειακού βίου του. Εξετάζονται επίσης, οι επαφές του ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΡΒΑΚΗ με σημαίνουσες προσωπικότητες της εποχής του όπως, τον ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ και τον ΑΔΑΜΑΝΤΙΟ ΚΟΡΑΗ, η σχέση του με την εμπορική αστική τάξη και η ενεργός συμμετοχή του στην προετοιμασία του Αγώνα του 1821. Παρακολουθούμε κατόπιν τη δράση του κατά την επιστροφή του στην εξεγερμένη Ελλάδα την περίοδο της εμφύλιας διαμάχης το 1824 μέχρι το θάνατό του στη Ζάκυνθο το 1825.
Για εκπαιδευτικούς σκοπούς χρησιμοποιήσαμε αποσπάσματα του ντοκιμαντέρ «Στα Ίχνη του Ιωάννη Βαρβάκη» με προσθήκες και διορθώσεις βασισμένες στη βιογραφία του Ιωάννη Βαρβάκη:
| ||||||||||||||||||||||||||||||||
«Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου